28 March 2007

Το παράθυρο



Το παράθυρο ήταν στη θέση του. Και η πόρτα. Και τα πατζούρια και το φως που πάντα έβγαινε από μέσα με την ίδια ακριβώς διάθεση. Και ολόκληρο το σπίτι ήταν στη θέση του. Άλλα είναι που άλλαξαν θέση. Λίγα αλλά μεγάλα. Έφτασε με το αυτοκίνητο απ' έξω μα δε στάθηκε. Ανεπαρκής ο φόβος του, μα φόβος. Ανέβηκε την απέναντι ανηφόρα που έφτανε ως την εκκλησία, εντόπισε από μακριά το παράθυρο και τράβηξε χειρόφρενο. Ποτέ δεν κατάφερε να ξεφύγει από τις αναμνήσεις που τον κυνηγούσαν. Κάργιες αναμνήσεις, ποτέ δεν του έφερναν χαρά στο τέλος. Άναψε τσιγάρο κι έσβησε τα φώτα. Ένα λευκό αυτοκίνητο με σβηστές σειρήνες πέρασε αδιαφορώντας για το παράξενο της παρουσίας ενός ξένου αυτοκινήτου στη γειτονιά. Ε και; Το παράθυρο ήταν ακόμη αναμμένο και ακίνητο. Από κάτω η πόρτα ερμητικά κλειστή λες και το σπίτι ολόκληρο κοιμόταν εκτός από το παράθυρο. Ρούφηξε λίγο καπνό και τον ελευθέρωσε στη θέση του συνοδηγού. Άδεια. Άδεια εδώ και πολύ καιρό. Άδεια και σιωπηλή, μελαγχολική και κρύα. Η ζώνη στη θέση της μαζεμένη. Το κάθισμα πίσω πίσω όπως άλλοτε. Άλλα είχαν αλλάξει. Κοίταζε το παράθυρο και θυμήθηκε την εικόνα της εκκλησίας να είναι η μόνο φωτεινή παρουσία έξω από εκείνο το δωμάτιο. Μέσα, ήταν δύο. Όχι, μία. Ψέματα, δύο ενωμένες σε μία που έλαμπε κάτω από τα σκεπάσματα. Και η εκκλησία απ' έξω τότε. Τώρα αυτός απ' έξω. Τίναξε τη στάχτη από το παντελόνι του και άναψε άλλο ένα. Ο δρόμος ο άλλοτε μακρινός, ο άλλοτε απρόσωπος τώρα σα να τον κοιτάει και να χασκογελά. Ποτέ δεν τα είχε καλά με τους δρόμους όταν εκείνοι ήταν της επιστροφής. Κι εκείνος ο δρόμος δίπλα του ήταν κατηφορικός. Κάποια στιγμή, θες να τρεμόπαιξε το μάτι του, θες να ήταν ο αέρας που σκούντηξε το πατζούρι, το φως τρεμόπαιξε. Κι εκείνος σκέφτηκε πως ήταν εκείνη που σηκώθηκε απ' το κρεβάτι και περπάτησε μέχρι την ντουλάπα. Σκέφτηκε πως ήταν εκείνη που σηκώθηκε από το κρεβάτι αναζητώντας το τηλέφωνο για ένα ξαφνικό μήνυμα, για μια ξαφνική και μικρή γαλήνη. Σα σφηνάκι από χυμό. Σαν μια σταγόνα από βροχή μέσα στον Αύγουστο.

Τελείωσε το τσιγάρο κι έβαλε μπρος. Η μηχανή είχε παγώσει σαν το κάθισμα του συνοδηγού. Κι αν πατούσε το πετάλι, ήξερε πως δε θα ζέσταινε ποτέ. Ήξερε πως το φως δε θα τρεμόπαιζε ξανά. Πως η ζώνη θα ήταν κρύα και η εκκλησία Λίγο πιο πέρα ολόκληρη χωρίς να φιλτράρεται στο τζάμι. Και ο δρόμος χασκογελούσε. Και η νύχτα είχε πάρει κι αυτή το δρόμο της.


(Εμπνευσμένο. Μπορεί κι εν μέρει αληθινό. Δεν είμαι σίγουρος)

20 March 2007

Όπως και να' χει



Γυρνάω το κεφάλι να συλλάβω την εικόνα της. Αιώνες στο ίδιο σημείο μου μοιάζει σα να έχει πιαστεί. Και το χειρότερο, όσες φορές κι αν τη σκαρφαλώσω πάλι δεν καταφέρνω να την κάνω να ξεμουδιάσει. Να την αρπάξω και να τη βγάλω μία βόλτα, να της χτυπήσω την πλάτη με συμπάθεια, να την πιάσω από το χέρι και να κατέβουμε να δει κι αυτή λίγο από κοντά τη θάλασσα. Όσοι την αγάπησαν, εκτιμώ, θα είχαν το ίδιο πρόβλημα, μόνο που θα το εξέφραζαν αλλιώς. Άλλος θα ήθελε να της δώσει λεφτά για να τη δει στολισμένη και καλοφτιαγμένη- σκέτη κοκκέτα. Εκείνη να μαγνητίζει τα επίδοξα βλέμματα μέσα στη νύχτα της Αθήνας, να της σφυρίζουν οι περαστικοί κι εκείνος να καμαρώνει που μόνο αυτός την κατάφερε έτσι. Άλλος θα της έγραφε ποιήματα και θα της κρέμαγε λουλούδια να τη δει να ανθίζει μαζί με την άνοιξη. Ίσως και να της έπαιζε και λίγη μουσική με το βιολί του στα σκαλάκια εκεί στα προπύλαια ή στη σημαία που βλέπει το βορρά. Άλλος απλά θα την αγνάντευε μερόνυχτα στα μάτια.
Όπως και να' χει είναι σκληρό. Και άδικο συνάμα. Να αγαπάς τόσο πολύ, να τα ζωγραφίζεις όλα στο χρώμα της κι εκείνη να είναι συνεχώς μουδιασμένη και ακίνητη, στο ίδιο πάντα μέρος, με το ίδο πάντα βλέμμα. Να κολυμπάει στα φώτα χίλιων δρόμων και να πιστεύει πως ήρθε η ώρα της να βρει αυτό που της αξίζει. Προφανώς κάπου αλλού. Για σένα όμως, δεν αλλάζουν αυτά. Για σένα θα είναι πάντα στο ίδιο μέρος.

14 March 2007

Βρέξε Θεέ μου...



...όσο μπορείς. Εξάλλου οι αγάπες της νύχτας είναι οι πρώτες που πεθαίνουν.

09 March 2007

Γιατρέ;


Κατά την περίοδο της χρόνιας κατάληψης της σχολής μου συνέβησαν κάμποσα παρατράγουδα. Ένα από αυτά είναι και το ότι ξεκίνησα διάβασμα. Μην τρομάζετε αθώοι και κοινοί θνητοί. Δεν εννοώ διάβασμα της σχολής (έλεος), αλλά λογοτεχνικών βιβλίων, περιοδικών, διαδικτυακών θέσεων κλπσκ. Αλλά κυρίως λογοτεχνικών. Έτσι, ενώ η σχολή μου είναι κλειστή περίπου τρεις εβδομάδες εγώ κατάφερα και διάβασα έναν Αλχιμιστή, έναν Σιντάρτα, μία γυναίκα που πέθανε δύο φορές, ένα αγγιγμα του χρόνου, μία μπλε ώρα και κατάφερα να φέρω εις πέρας ένα λάθος τρένο για πολλοστη φορά, ένα τρύπιο ταβάνι, τη συμπαθέστατη τρέλα και παράνοια της Κατερίνας μέσα από την Οδύσσεια και ένα τέυχος της Λέξης (εκείνο με τον Ελύτη-το άλλο βγήκε ή ακομα;). Τώρα βέβαια είμαι να επιλέξω ανάμεσα σε δύο άλλους άθλους: Τον καιρό των Χρυσανθέμων του κου Ελευθερίου ή την Ανατροπή του κου Θέμελη. Εν τω μεταξύ σφήνα μπαίνει και ο Έκο με το νησί της προηγούμενης ημέρας το οποίο έκλεψα από τη Φ επειδή μου άρεσε το εξώφυλλο (στην ουσία των πραγμάτων πάντα).


Γιατρέ είμαι σοβαρά;

05 March 2007

Ξερετε...




...εμένα μου τη σπάει Κυριακάτικα να τραβιέμαι μες στη λαοθάλασσα, να εισπνέω δακρυγόνα από τους "όμοιούς" μου, να πληρώνω 3 ευρώ τα πατατάκια Τσακίρης (τα κόκκινα), να με χουφτώνουν τα μπατσικά για έλεγχο, να με πατά κάθε κυρέτζο με τακούνι που τη σέρνει ο άντρας της για να πληρώσει τα χθεσινοβραδινά της τερτίπια, να τρώω στη μάπα τον κολλητό του πατέρα που δε συμπάθησα ποτέ για 4 ολόκληρες ώρες, να στερούμαι την εκδρομή στα Χανιά που είχα τάξει τόσες φορές στον εαυτό μου (θα έφευγα την Πέμπτη κανονικά), να πληρώνω 40 ευρόπουλα και τελικά στην κοιλιά μου να χωνεύει ένα φτηνιάρικο, άνοστο και απογοητευτικό ΣΠΑΜ!

Έλεος, για τόσο χαζούς μας περνάνε πια;